- σικχότης
- σικχότης, ητος, ἡ, u. σίκχος, τό, Ekel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σικχότης — ητος, ἡ, Μ [σικχός] η ιδιότητα τού σικχού, το αίσθημα αηδίας, σιχαμάρα … Dictionary of Greek
σικχότητος — σικχότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek